ἐπιμίσγω

ἐπιμίσγω
ἐπι-μίσγω, Gemeinschaft, Verkehr mit einem haben (im feindlichen Sinne); αἰεὶ Τρώεσσιν ἐπιμίσγομαι, immer gerate ich mit den Troern zusammen, werde mit ihnen handgemein; vom friedlichen Verkehr, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος, kommt zu uns; auch τινά, zu einem kommen; οὐδέ ποτ' ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται, οὐδ' ἐπὶ δαῖτα, er kommt weder in den Rat noch zum Mahle

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιμίσγω — ἐπιμίσγω (Α) 1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.) 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή 3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”